- πρόκληση
- η / πρόκλησις, -εως, ΝΑ και ιων. τ. γεν. -ιος, Α [προκαλῶ]1. η ενέργεια τού προκαλώ, σκόπιμη ή ακούσια ενέργεια που προκαλεί, επιθετική στάση, ερεθισμός (α. «η επίδειξη τού πλούτου είναι πρόκληση για τους φτωχούς» β. «τα όσα δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες αποτελούν πρόκληση»)2. (αττ. δίκ.) διαδικασία με την οποία καλούσε ο ένας από τους διαδίκους τον άλλο να συμβιβαστεί με διαιτησία, να λύσει την αμφισβητούμενη υπόθεση με έναν απλό όρκο ή να παρουσιάσει οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο κατείχενεοελλ.1. πρόσκληση για αναμέτρηση («παλιά, το να ρίχνεις το γάντι ήταν πρόκληση για μονομαχία»)2. παραγωγή αποτελέσματος («ο σεισμός είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση μόνο υλικών ζημιών»)3. (οπλομαχ.) δυνατό χτύπημα τού ποδιού τού οπλομάχου στο έδαφος για να προκαλέσει την επίθεση τού αντιπάλου4. φρ. «πρόκληση εις αγωγήν»(νομ.) το δικόγραφο με το οποίο προκαλείται αυτός προς τον οποίο απευθύνεται να εγείρει αγωγή σε ορισμένη προθεσμίααρχ.1. κλήση, πρόσκληση («προκλήσεις σάλπιγγος», Ιώσ.)2. πρόταση, προσφορά3. (ως δικαν. όρος) α) πρόταση τού ενός διαδίκου στον άλλο, με την οποία μπορεί να λυθεί η διαφορά, πρόταση συμβιβασμού τής διαφοράςβ) πρόταση κατά την οποία δέχεται κάποιος να αποδείξει με όρκο την άποψή του4. φρ. α) «πρόκλησιν προκαλεῑσθαι» — κάνω τέτοια πρότασηβ) «πρόκλησιν φεύγειν» — αποφεύγω τέτοια πρόταση.
Dictionary of Greek. 2013.